- πάσσοφος
- -ον, Αβλ. πάνσοφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάσσοφος — πάνσοφος most clever masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνσοφος — η, ο / πάνσοφος, ον, Α και πάσσοφος, ον, ΝΜΑ αυτός που γνωρίζει τα πάντα παντογνώστης («πάσσοφος γὰρ μοι δοκεῑ ἀνήρ εἶναι καὶ θεῑος», Πλατ.) νεοελλ. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πάνσοφος μία από τις προσωνυμίες τού Θεού. Επιρρ. πανσόφως και πάνσοφα… … Dictionary of Greek